- διαπιδύω
- διαπίδυσα, εκρέω μέσα από τους πόρους ενός σώματος, διηθούμαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαπιδύω — (Α διαπιδύω) [πιδύω] ρέω αργά μέσα από τους πόρους τού σώματος αρχ. διυλίζω, διηθώ … Dictionary of Greek
διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… … Dictionary of Greek